- καλαγένιος
- -ια, -ιο και καλάινος, -η, -οο κατασκευασμένος από καλάι, δηλ. από κασσίτερο, κασσιτέρινος, κασσιτερένιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. καλαγένιος < καλάι «κασσίτερος» + κατάλ. -ένιος*, το -γ- από συνίζηση τού -ι- με το ακολουθούν φωνήενο δε τ. καλάινος < καλάι + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος, πέτρ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.